βογγερός

βογγερός
-ή, -ό
1. αυτός που συνοδεύεται από βόγγους
2. εκείνος που παράγει ισχυρό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βόγγος + (κατάλ.) -ερός (πρβλ. βροχερός, δροσερός, ζουμερός, καυτερός, παγερός κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”